Η διπολική διαταραχή, παλαιότερα γνωστή ως μανιοκατάθλιψη, είναι μια ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από ακραίες διακυμάνσεις της διάθεσης, με περιόδους μανίας ή υπομανίας (υψηλής ενέργειας και ευφορίας) και κατάθλιψης (βαθιάς λύπης και απώλειας ενδιαφέροντος). Οι αλλαγές αυτές μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την καθημερινή λειτουργία του ατόμου, τις προσωπικές του σχέσεις και την εργασιακή του απόδοση.
Οι φάσεις της διαταραχής ποικίλουν σε ένταση και διάρκεια. Στη μανιακή φάση, το άτομο μπορεί να νιώθει υπερβολικά ευτυχισμένο, γεμάτο ενέργεια και αυτοπεποίθηση. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν υπερδραστηριότητα, ελαττωμένη ανάγκη για ύπνο, γρήγορη ομιλία, σκέψεις που «τρέχουν» και αυξημένη συμμετοχή σε δραστηριότητες που έχουν υψηλό ρίσκο, όπως παρορμητικές αγορές ή ριψοκίνδυνη σεξουαλική συμπεριφορά. Στην πιο ήπια μορφή της μανίας, που λέγεται υπομανία, τα συμπτώματα είναι παρόμοια αλλά λιγότερο σοβαρά και συνήθως δεν οδηγούν σε σημαντική δυσλειτουργία.
Αντίθετα, στην καταθλιπτική φάση, το άτομο αισθάνεται έντονη λύπη, απογοήτευση και απώλεια ενδιαφέροντος για δραστηριότητες που συνήθιζε να απολαμβάνει. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν αίσθηση κενού, χαμηλή ενέργεια, δυσκολία στη συγκέντρωση, αλλαγές στην όρεξη και στον ύπνο και σκέψεις αυτοκτονίας. Αυτές οι φάσεις μπορεί να διαρκέσουν ημέρες, εβδομάδες ή και μήνες και επηρεάζουν σημαντικά την ποιότητα ζωής του ατόμου.
Η διπολική διαταραχή διακρίνεται σε δύο κύριους τύπους. Η διπολική διαταραχή τύπου Ι χαρακτηρίζεται από τουλάχιστον μία επεισόδιο μανίας, το οποίο μπορεί να συνοδεύεται ή όχι από καταθλιπτικά επεισόδια. Η διπολική διαταραχή τύπου ΙΙ περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα επεισόδιο υπομανίας και ένα μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο. Ένας τρίτος τύπος, η κυκλοθυμική διαταραχή, περιλαμβάνει επαναλαμβανόμενα επεισόδια ήπιας υπομανίας και κατάθλιψης, τα οποία όμως δεν πληρούν τα κριτήρια για μανία ή μείζονα κατάθλιψη.
Η αιτία της διπολικής διαταραχής δεν είναι πλήρως κατανοητή, ωστόσο πιστεύεται ότι είναι αποτέλεσμα συνδυασμού γενετικών, βιολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Τα άτομα με οικογενειακό ιστορικό διπολικής διαταραχής διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου. Επίσης, παράγοντες όπως το έντονο άγχος, οι τραυματικές εμπειρίες και η χρήση ουσιών μπορεί να επιδεινώσουν ή να πυροδοτήσουν επεισόδια της διαταραχής.
Η θεραπεία της διπολικής διαταραχής περιλαμβάνει συνήθως φαρμακευτική αγωγή και ψυχοθεραπεία. Η σταθεροποίηση της διάθεσης μέσω φαρμάκων, όπως τα λίθια και τα αντιεπιληπτικά, παίζει κεντρικό ρόλο στη διαχείριση της νόσου. Τα αντιψυχωτικά φάρμακα και τα αντικαταθλιπτικά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθούν κατά περίπτωση, αλλά χρειάζεται προσοχή, καθώς ορισμένα αντικαταθλιπτικά μπορούν να πυροδοτήσουν μανιακά επεισόδια. Η ψυχοθεραπεία, όπως η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία (CBT), βοηθά το άτομο να αναγνωρίζει τα πρόδρομα συμπτώματα των επεισοδίων και να διαχειρίζεται αποτελεσματικά τις συναισθηματικές του καταστάσεις.
Η κατανόηση και η υποστήριξη από το περιβάλλον είναι κρίσιμη για την καλή διαχείριση της διπολικής διαταραχής. Με τη σωστή θεραπεία και την οικογενειακή στήριξη, πολλοί άνθρωποι με διπολική διαταραχή μπορούν να διατηρήσουν μια σταθερή και ικανοποιητική ζωή.